- επιγίγνομαι
- ἐπιγίγνομαι και ἐπιγίνομαι (AM) [γίγνομαι]1. γεννιέμαι μετά από κάποιον άλλο («oἱ επιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί»«οὐ γὰρ ἀΐδιός ἐστιν, ἀλλ' ὕστερον ἐπιγέγονεν»)2. γίνομαι μετά από κάποιον ή κάτι («οὔπω πατὴρ ἦν, ὕστερον δ' ἐπεγένετο πατήρ»)3. ακολουθώ ως εκπλήρωση («τὸ τέλος Περσέων ἑκάστῳ ἐπιγενέσθαι οἶον ἐμοὶ ἐπιγέγονεν»)4. εμφανίζομαι κατόπιν («ἐπὶ δὲ τῇ ναυμαχίῃ ἐπεγένετο Ἱστιαῑος»)·)αρχ.1. (για χρόνο ή εποχή) έρχομαι κατόπιν, ακολουθώ («ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρη»)2. συμβαίνω, γίνομαι («ὅπως ἔτυχέ τῳ ἐπεγένετό τι»)3. επιτίθεμαι4. (για χρηματικό ποσό) απαιτούμαι5. ενυπάρχω σε κάτι («δόξῃ μὲν ἐπιγίγνεσθον ψεῡδός τε καὶ ἀληθές»6. προστίθεμαι σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.